- σηματολόγιο
- το1. βιβλίο ερμηνείας σημάτων.2. βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα «κατατεθέντα» σήματα βιομηχανιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σηματολόγιο — το, Ν 1. βιβλίο που περιέχει την ερμηνεία και την αντιστοιχία τών ναυτικών σημάτων μιας χώρας 2. βιβλίο δημόσιας υπηρεσίας ή μιας επιχείρησης στο οποίο έχουν καταγραφεί τα εμπορικά ή βιομηχανικά σήματα που έχουν κατατεθεί 3. φρ. «διεθνές… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
σηματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σηματολογία ή στο σηματολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek